μερίτας

μερίτας
μερί̱τᾱς , μερίτης
partaker
masc acc pl
μερί̱τᾱς , μερίτης
partaker
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακοινωνώ — κατακοινωνῶ, έω (Α) 1. κάνω κάποιον μέτοχο, δίνω μερίδιο σε κάποιον («ἢ κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιῆσαι μερίτας», Δημοσθ.) 2. φρ. «κατεκοινώνησαν τὰ τῆς πόλεως» μοίρασαν μεταξύ τους τη δημόσια περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μερίτης — μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.) 2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”